- παρισώ
- -όω, Α [πάρισος]1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλοβ) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.)3. χρησιμοποιώ το ρητορικό σχήμα που λέγεται παρίσωσις*4. παθ. συγκρίνομαι, παραβάλλομαι.
Dictionary of Greek. 2013.